-
1 καθυφιημι
1) упускать ( злонамеренно или по небрежности)(καιρόν Dem.)
μέ καθυφῇ;τι τῶν δικαίων τοῦ πατρός Luc. — не упусти чего-л. из справедливых дел отца (твоего, Зевса), т.е. не забудь сказать чего-л. в его оправдание2) проваливать, губить(τὸν ἀγῶνα Dem.)
κ. τὰ τῆς πόλεως Dem. — предать интересы государства3) med. идти на уступки, уступать(τοῖς ἐν Πειραιεῖ Xen.)
καθυφίεσθαι ἑαυτόν Polyb. — прекращать сопротивление, отступать, сдаваться;καθυφίεσθαί τινα Luc. — небрежно относиться к кому-л.4) уступать, сбавлять(τὸ τίμημοι καθυφειμένος Plut.)
См. также в других словарях:
καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
BACCHI Theatrum — cuius mentio in L. memorata Demostheni in Midiana, Ο῞τμν ἡ πομπἡ τῷ Διονύσῳ ἐν Πειραιεῖ καὶ ὁι Κωμῳδοὶ καὶ ἐπὶ Ληναίῳ πομπὴ καὶ ὁι Τραγῳδὸι καὶ ὁι Κωμῳδοι καὶ τοῖς ἐν ἄςτει Διονυσίοις ἡ πομπὴ καὶ ὁι παῖδες καὶ ὁ Κῶμος καὶ ὁι Κωμῳδὸι καὶ ὁι… … Hofmann J. Lexicon universale